μιλιόρι

μιλιόρι
και μηλιόρι, το
βλ. μιλιόρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μιλιόρι — το (λ. ρουμ.), το πρόβατο που γεννάει για πρώτη φορά, το πρωτόγεννο: Στο κοπάδι είχε πολλά μιλιόρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μιλιόρα — και μηλιόρα, η, και μιλιόρι και μηλιόρι, το θηλυκό πρόβατο ηλικίας ενός έτους ή πρώτης εγκυμοσύνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρωμουν. ml or] …   Dictionary of Greek

  • mior — MIÓR, miori, s.m. (reg.) Miel mai mare; noaten. [pr.: mi or] – Din mioară (derivat regresiv). Trimis de LauraGellner, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  MIÓR s. (zool.) cârlan, noaten. (mior este mielul de peste un an.) Trimis de siveco, 05.08.2004.… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”